- ἀώρου
- ἄωρος 1untimelymasc/fem/neut gen sgἄωρος 2foremasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεμφοβλάστη — η ανατ. μεγάλο κύτταρο τού οποίου ο ογκώδης, υποστρόγγυλος ή ωοειδής πυρήνας έχει λεπτή χρωματινική υφή άωρου κυττάρου … Dictionary of Greek